- οργανοποιώ
- ὀργανοποιῶ, -έω (Α) [οργανοποιός]εφοδιάζω με όργανα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
οργανοποιητικός — ή, ό [οργανοποιώ] 1. ικανός ή κατάλληλος στην κατασκευή οργάνων 2. οργανοπλαστικός … Dictionary of Greek